- περιχύτης
- περιχύτηςattendant at bathsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιχύτης — ὁ, ΜΑ [περιχέω] υπάλληλος του δημόσιου λουτρού που περιέχυνε τους πελάτες, που τούς έριχνε νερό πάνω από τα κεφάλια … Dictionary of Greek
περιχύτην — περιχύτης attendant at baths masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχύτας — περιχύτᾱς , περιχύτης attendant at baths masc acc pl περιχύτᾱς , περιχύτης attendant at baths masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισχύτης — ὁ, Α βλ. περιχύτης … Dictionary of Greek